- μαχιμώδης
- μαχῐμ-ώδης, ες,A quarrelsome, AP12.200 (Strat.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαχιμώδης — μαχιμώδης, ῶδες (Α) [μάχιμος] πολεμικός, εριστικός, φιλοπόλεμος («μαχιμώδεις φωνάς», Στράτ.) … Dictionary of Greek
μαχιμώδεις — μαχιμώδης quarrelsome masc/fem acc pl μαχιμώδης quarrelsome masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)